- χολαγγειίτιδα
- η, Νιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών εξωηπατικών ή τών ενδοηπατικών χοληφόρων οδών ή και τών δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangitis (< χολή + αγγείο + κατάλ. -ίτις /-ίτιδα*). Η λ., στον λόγιο τ. χολαγγειϊτις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.